Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, επανέλαβε χθες ότι δεν χρειάζεται την έγκριση του Κογκρέσου για να διατάξει χερσαία ή αεροπορικά πλήγματα στη Βενεζουέλα, εκφράζοντας παράλληλα ανησυχία για τυχόν διαρροές πληροφοριών που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν επιχειρησιακές κινήσεις. «Δεν θα με πείραζε να τους το πω, αλλά δεν είμαι υποχρεωμένος», δήλωσε χαρακτηριστικά, όταν ρωτήθηκε σχετικά με την ανάγκη έγκρισης του Κογκρέσου για στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των καρτέλ ναρκωτικών στη χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Τους τελευταίους μήνες, ο Τραμπ έχει απειλήσει επανειλημμένα με στρατιωτικά πλήγματα στη Βενεζουέλα, ενώ από τον Σεπτέμβριο οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις έχουν πραγματοποιήσει βομβαρδισμούς σε πλεούμενα που θεωρούνται ύποπτα για διακίνηση ναρκωτικών, με αποτέλεσμα τουλάχιστον 99 νεκρούς. Ωστόσο, η νομιμότητα αυτών των επιθέσεων αμφισβητείται έντονα, καθώς φαίνεται ότι διεξάγονται εκτός σαφούς νομικού πλαισίου, σε απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων από την αμερικανική επικράτεια και χωρίς να συνιστούν άμεση απειλή για τις ΗΠΑ.
Πολιτικοί τόσο από τους Δημοκρατικούς όσο και από τους Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο υποστηρίζουν ότι ο πρόεδρος δεν διαθέτει νομική εξουσία να διατάξει χερσαία πλήγματα στη Βενεζουέλα χωρίς την έγκριση του κοινοβουλίου. Πρόσφατες προσπάθειες της Βουλής των Αντιπροσώπων να δημιουργηθεί ένα νομικό πλαίσιο για την υποστήριξη αυτών των επιχειρήσεων απέτυχαν, ενώ παρόμοιες πρωτοβουλίες στη Γερουσία δεν προχώρησαν, αφήνοντας το θέμα σε πολιτική και νομική αβεβαιότητα.
Η αμερικανική κυβέρνηση επιχειρηματολογεί ότι οι βομβαρδισμοί πραγματοποιούνται στο πλαίσιο «ένοπλης σύγκρουσης» εναντίον των καρτέλ ναρκωτικών, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί «ξένες τρομοκρατικές οργανώσεις». Ωστόσο, σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ, μόνο το Κογκρέσο έχει τη δύναμη να κηρύξει επίσημα πόλεμο, ενώ οι πρόεδροι εδώ και δεκαετίες βασίζονται σε εξουσιοδοτήσεις για στρατιωτική δράση (Authorization for Use of Military Force – AUMF), όπως η νομοθεσία του 2011 που θεσπίστηκε μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και εξακολουθεί να ισχύει.
Το θέμα πυροδοτεί έντονες συζητήσεις για τα όρια της προεδρικής εξουσίας, την ερμηνεία του διεθνούς δικαίου και την ανάγκη ελέγχου από το Κογκρέσο, καθώς οι στρατιωτικές ενέργειες στο εξωτερικό μπορεί να έχουν σημαντικές γεωπολιτικές και ανθρωπιστικές συνέπειες. Ο διάλογος στο Κογκρέσο και οι δημόσιες δηλώσεις της αντιπολίτευσης καταδεικνύουν ότι η αμφισβήτηση των ενεργειών του προέδρου Τραμπ δεν αφορά μόνο πολιτικά ζητήματα, αλλά και σοβαρά νομικά και συνταγματικά θέματα που συνδέονται με τον τρόπο που οι ΗΠΑ διεξάγουν στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό.